λακωνικότητα

λακωνικότητα
η
τρόπος να εκφράζεται κάποιος με συντομία, ευστοχία και σαφήνεια, λακωνισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λακωνικός. Η λ., στον λόγιο τ. λακωνικότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραχύλογος — βραχύλογος, ον και βραχυλόγος, ον (Α) αυτός που εκφράζεται βραχυλογικά, με συντομία, με λακωνικότητα, ο λακωνικός …   Dictionary of Greek

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • λακωνισμός — Η ικανότητα να εκφράζεται κανείς με λίγα λόγια, όπως οι αρχαίοι Σπαρτιάτες. Χαρακτηριστικές λακωνικές φράσεις είναι οι «Μολών λαβέ» που είπε στις Θερμοπύλες ο Λεωνίδας στον Ξέρξη, «ταν ή επι τας» που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους όταν… …   Dictionary of Greek

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Χείλων ή Χίλων — Ένας από τους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας. Λακεδαιμόνιος, γιος του Δαμάγητου. Ήκμασε στην 56η Ολυμπιάδα (556 π.Χ.). Ο Διογένης Λαέρτιος αποδίδει στον X. τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας με τον θεσμό των εφόρων. Έγινε διάσημος για τη… …   Dictionary of Greek

  • εγκράτεια — η 1. το να είναι κανείς εγκρατής, η απόλαυση με μέτρο ή και η ολοκληρωτική αποχή από τις σαρκικές απολαύσεις. 2. μτφ., εγκράτεια γλώσσας, το να μη βρίζει κανείς ούτε και να παραφέρεται όταν μιλάει, η λακωνικότητα, συντομία γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιγραμματικότητα — η περιεκτικότητα και συντομία επιγράμματος, λακωνικότητα και ευστοχία στην έκφραση: Χαρακτήρισε τα γεγονότα με επιγραμματικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”